- κερκιστική
- κερκιστική, ἡ (Α) [κερκίζω]υφαντική («τὸ μὲν ξαντικὸν καὶ τὸ τῆς κερκιστικῆς», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερκιστικῆς — κερκιστική art of weaving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)